μαραίνονται

μαραίνονται
μαραίνω
quench
pres ind mp 3rd pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • απάνθησις — ἀπάνθησις ( εως), η (Α) το ξάνθισμα των λουλουδιών, η ροή των πετάλων τους όταν αρχίζουν να μαραίνονται και να πέφτουν …   Dictionary of Greek

  • αστροβολησία — ἀστροβολησία, η (Α) [αστροβόλητος] το να μαραίνονται τα φυτά από τον πολύ καυτό ήλιο …   Dictionary of Greek

  • ζαχαροκάλαμο — Γένος φυτών της οικογένειας των αγρωστωδών. Περιλαμβάνει δώδεκα είδη των τροπικών και των γειτονικών τους χωρών. Το γνωστό ζ. είναι φυτό ιθαγενές της Κοχινκίνας και της Βεγγάλης και καλλιεργείται σε πολλές θερμές χώρες, κυρίως στην Ινδία, στη… …   Dictionary of Greek

  • ιπόμοια — Γένος φυτών της οικογένειας των κομβολβουλιδών. Περιλαμβάνει περίπου 300 είδη, που κατάγονται από τις τροπικές και υποτροπικές περιοχές. Πρόκειται κυρίως για μονοετείς ή πολυετείς πόες, έρπουσες ή αναρριχώμενες, με φύλλα κατ’ εναλλαγή… …   Dictionary of Greek

  • κιτρινοφυλλιάζω — 1. (για δέντρο) κιτρινίζουν τα φύλλα μου, μαραίνονται τα φύλλα μου 2. (για πρόσ.) χλομιάζω …   Dictionary of Greek

  • λαός — Κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα B με την Κίνα και το Βιετνάμ, στα Α με το Βιετνάμ, στα Ν με την Καμπότζη, στα Δ με τη Ταϊλάνδη και στα ΒΔ με τη Μυανμάρ.Tο Λ. είναι το μοναδικό κράτος της χερσονήσου της Ινδοκίνας που δεν βρέχεται… …   Dictionary of Greek

  • τήξη — Η μετάβαση μιας ουσίας από την κατάσταση του στερεού στην κατάσταση του υγρού. Κάθε ουσία κάτω από σταθερή πίεση έχει μια χαρακτηριστική θερμοκρασία τ. ή σημείο τήξης. Ο προσδιορισμός του σημείου τ. έχει μεγάλη σημασία στην οργανική χημεία για… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”